- επικυλίκειος
- ἐπικυλίκειος και -ιος, -ον (Α)αυτός που λέγεται ή γίνεται ενώ ετοιμάζεται να πιει κάποιος («ἐπικυλίκειοι λόγοι»).[ΕΤΥΜΟΛ. < Πρόκειται πιθανότατα για «σύνθετο εκ συναρπαγής» από την έκφραση «επί τής κύλικος (φλυαρείν)»].
Dictionary of Greek. 2013.